- οἰκουριᾶν
- οἰκούριοςofmasc/fem gen pl (doric)οἰκουρίαhousekeeping and its caresfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκουρίαν — οἰκουρίᾱν , οἰκούριος of fem acc sg (attic doric aeolic) οἰκουρίᾱν , οἰκουρία housekeeping and its cares fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανδρία — ἡ, Α [φίλανδρος] 1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.) 2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα 3. συζυγική ζήλεια … Dictionary of Greek